Υψηλή Χοληστερίνη
Πράγματα που πρέπει να ξέρουμε για τη δυσλιπιδαιμία
Δημήτριος Κορρές
9/17/20251 λεπτά ανάγνωσης
Δυσλιπιδαιμία: Τι είναι, πώς αντιμετωπίζεται και τι σημαίνει για την καθημερινή μας ζωή
Εισαγωγή
Η χοληστερίνη είναι μια λέξη που όλοι έχουμε ακούσει. Οι περισσότεροι ξέρουμε ότι “ανέβηκε η χοληστερίνη” σημαίνει πρόβλημα, χωρίς πάντα να καταλαβαίνουμε τι σημαίνει αυτό για την υγεία μας. Η δυσλιπιδαιμία είναι μια κατάσταση όπου τα λιπίδια (τα “λίπη” του αίματος) βρίσκονται σε μη υγιή επίπεδα. Δεν προκαλεί πόνο ή συμπτώματα, αλλά αυξάνει τον κίνδυνο να εμφανιστούν καρδιαγγειακά νοσήματα: εμφράγματα, εγκεφαλικά, αρτηριακές βλάβες.
Η δυσλιπιδαιμία μας αφορά όλους. Αρκεί να σκεφτούμε ότι πολλές φορές η πρώτη διάγνωση γίνεται τυχαία, σε μια προληπτική εξέταση. Από εκεί και πέρα αρχίζει η κουβέντα: τι να κάνουμε, πόσο σοβαρά να το πάρουμε, και μέχρι πού πρέπει να κατεβάσουμε τη χοληστερίνη.
Τι λένε οι ευρωπαϊκές οδηγίες
Οι πιο πρόσφατες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης βάζουν καθαρά πλαίσια για το πώς να αντιμετωπίζεται η δυσλιπιδαιμία:
Αξιολόγηση κινδύνου
Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι. Άλλος έχει μεγαλύτερο ρίσκο λόγω ηλικίας, άλλος επειδή έχει διαβήτη, υπέρταση ή οικογενειακό ιστορικό. Ανάλογα με το συνολικό προφίλ, ο κάθε άνθρωπος κατατάσσεται σε “χαμηλό”, “μέτριο”, “υψηλό” ή “πολύ υψηλό” κίνδυνο. Αυτή η κατάταξη καθορίζει πόσο χαμηλά πρέπει να φτάσει η χοληστερίνη.Ο κύριος στόχος είναι η LDL-χοληστερίνη
Η λεγόμενη “κακή χοληστερίνη” είναι αυτή που κολλάει στα αγγεία και φτιάχνει αθηρωματικές πλάκες. Όσο πιο χαμηλή είναι, τόσο μικρότερος ο κίνδυνος. Για όσους ανήκουν σε πολύ υψηλό κίνδυνο, οι οδηγίες ζητούν τιμές πολύ πιο χαμηλές απ’ ό,τι στο παρελθόν.Πρώτα ο τρόπος ζωής
Οι αλλαγές στη διατροφή και στη φυσική δραστηριότητα είναι η πρώτη γραμμή άμυνας: λιγότερα ζωικά λίπη, περισσότερα φρούτα και λαχανικά, ψάρια αντί για κρέας, συστηματικό περπάτημα ή άσκηση. Αυτά μπορούν να μειώσουν σημαντικά τη χοληστερίνη.Στη συνέχεια τα φάρμακα
Αν οι αλλαγές στη ζωή δεν αρκούν, οι οδηγίες προτείνουν φάρμακα. Οι στατίνες είναι το πρώτο βήμα. Αν δεν αρκούν, προστίθενται άλλα σκευάσματα και σε πιο δύσκολες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται νεότερες θεραπείες.Περισσότερη προσοχή στα τριγλυκερίδια και στη λιποπρωτεΐνη(a)
Πέρα από την LDL, η επιστήμη αναγνωρίζει και άλλους παράγοντες που επηρεάζουν τον κίνδυνο. Υψηλά τριγλυκερίδια ή αυξημένη λιποπρωτεΐνη(a) θεωρούνται πλέον στοιχεία που δεν πρέπει να αγνοούνται.
Η ελληνική πραγματικότητα
Στη θεωρία όλα φαίνονται ξεκάθαρα. Στην πράξη όμως, στην Ελλάδα υπάρχουν ιδιαιτερότητες.
Οικονομικοί περιορισμοί: Τα νεότερα φάρμακα είναι πολύ ακριβά και δεν είναι πάντα διαθέσιμα ή αποζημιώνονται δύσκολα. Έτσι, δεν είναι ρεαλιστικό να εφαρμόζονται πάντα οι πιο “επιθετικές” θεραπείες.
Ποιότητα ζωής: Πολλοί ασθενείς δυσκολεύονται με παρενέργειες φαρμάκων, όπως μυϊκούς πόνους ή αϋπνία. Εκεί χρειάζεται διάλογος με τον γιατρό και όχι τυφλή συμμόρφωση με νούμερα.
Πρόσβαση σε προληπτικές εξετάσεις: Δεν κάνουν όλοι τακτικά εξετάσεις. Πολλές φορές το πρόβλημα εντοπίζεται αργά, αφού έχουν ήδη εμφανιστεί συμπτώματα.
Γι’ αυτό είναι σημαντικό να μην αντιμετωπίζουμε τη χοληστερίνη σαν “ένα νούμερο στο χαρτί”, αλλά σαν κομμάτι της συνολικής μας υγείας.
Παραδείγματα από την καθημερινή ζωή
Για να καταλάβουμε καλύτερα τι σημαίνουν όλα αυτά, ας δούμε μερικές απλές ιστορίες:
Ο κύριος Γιάννης, 58 ετών
Είναι καπνιστής και με παραπανίσια κιλά. Βρέθηκε με υψηλή LDL. Ο γιατρός του, γνωρίζοντας ότι έχει πολλούς παράγοντες κινδύνου, έβαλε στόχο να μειώσει τη χοληστερίνη αρκετά, πιθανότατα με φάρμακο από την αρχή.Η κυρία Ελένη, 43 ετών
Έχει ανεβασμένη χοληστερίνη αλλά κανέναν άλλο παράγοντα κινδύνου. Στην περίπτωσή της ξεκινάει η προσπάθεια με δίαιτα και άσκηση, χωρίς αμέσως φάρμακο. Αν δεν δει βελτίωση σε λίγους μήνες, τότε μπαίνει η συζήτηση για φαρμακευτική αγωγή.Ο κύριος Νίκος, 65 ετών
Έχει περάσει ήδη έμφραγμα. Για αυτόν, ο στόχος είναι πολύ χαμηλός και χρειάζεται σίγουρα φαρμακευτική αγωγή με περισσότερους από έναν συνδυασμούς, εκτός από την αλλαγή στον τρόπο ζωής.Η κυρία Μαρία, 35 ετών
Ο πατέρας της πέθανε νωρίς από καρδιά. Η δική της LDL δεν είναι πολύ ψηλή, αλλά επειδή έχει έντονο οικογενειακό ιστορικό, ίσως χρειαστεί πιο αυστηρή παρακολούθηση και νωρίτερη παρέμβαση.
Οι διαφορετικές προσεγγίσεις
Στον επιστημονικό χώρο υπάρχει μια διαρκής συζήτηση. Από τη μια πλευρά, οι οδηγίες λένε: “Όσο πιο χαμηλά τόσο καλύτερα, ειδικά σε υψηλού κινδύνου άτομα”. Από την άλλη, υπάρχουν φωνές που προειδοποιούν ότι η υπερβολική μείωση μπορεί να μην είναι πάντα απαραίτητη ή ασφαλής.
Κάποιες από τις ενστάσεις που συζητιούνται:
Μήπως οι πολύ χαμηλές τιμές χοληστερίνης προκαλούν προβλήματα που δεν έχουν ακόμη φανεί επαρκώς;
Πόσο ρεαλιστικό είναι να ζητάμε από κάθε άνθρωπο στην Ελλάδα να ακολουθεί ακριβώς τις ίδιες οδηγίες με κάποιον που ζει σε άλλη χώρα, με άλλο σύστημα υγείας και άλλες δυνατότητες;
Πώς εξισορροπούμε τον στόχο των αριθμών με την ποιότητα ζωής του ανθρώπου;
Αυτές οι απορίες δεν αναιρούν τις οδηγίες, αλλά μας βοηθούν να θυμόμαστε ότι η ιατρική δεν είναι μαθηματικός τύπος· είναι σχέση γιατρού και ασθενούς.
Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς
Ανεξάρτητα από τις λεπτομέρειες των οδηγιών και τις συζητήσεις γύρω τους, υπάρχουν πρακτικά βήματα που όλοι μπορούμε να κάνουμε:
Τακτικός έλεγχος: Ένας απλός αιματολογικός έλεγχος μπορεί να δείξει αν υπάρχει πρόβλημα. Μετά τα 40, καλό είναι να γίνεται μία φορά τον χρόνο.
Μεσογειακή διατροφή: Λιγότερο κρέας, λιγότερα επεξεργασμένα φαγητά, περισσότερα όσπρια, φρούτα, λαχανικά, ελαιόλαδο.
Καθημερινή άσκηση: Ακόμη και μισή ώρα περπάτημα την ημέρα κάνει διαφορά.
Όχι τσιγάρο, λιγότερο αλκοόλ: Δύο συνήθειες που απειλούν την υγεία.
Συζήτηση με τον γιατρό: Όχι μόνο για το τι γράφει το χαρτί των εξετάσεων, αλλά και για το πώς νιώθουμε, τι μπορούμε να αντέξουμε, τι λύσεις είναι ρεαλιστικές.
Συμπέρασμα
Η δυσλιπιδαιμία είναι μια “σιωπηλή” απειλή, αλλά είναι απολύτως διαχειρίσιμη. Οι ευρωπαϊκές οδηγίες δίνουν ξεκάθαρη κατεύθυνση: έλεγχος της LDL, αλλαγές στη ζωή μας, φάρμακα όπου χρειάζεται. Από την άλλη, η καθημερινότητα μάς δείχνει ότι δεν υπάρχει μία λύση για όλους.
Η σωστή προσέγγιση βρίσκεται κάπου στη μέση:
Να παίρνουμε στα σοβαρά τις οδηγίες και να καταλαβαίνουμε τον κίνδυνο.
Να μην ξεχνάμε όμως ότι κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, με δικές του ανάγκες, αντοχές και δυνατότητες.
